καταλεπτυνω

καταλεπτυνω
    καταλεπτύνω
    κατα-λεπτύνω
    делать тонким, худым
    

καταλελεπτισμένος Arst. — исхудалый


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "καταλεπτυνω" в других словарях:

  • καταλεπτύνω — (Α) καθιστώ κάτι πολύ λεπτό, πολύ ισχνό. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + λεπτύνω (< λεπτός)] …   Dictionary of Greek

  • καταλεπτυνθέντα — καταλεπτύνω make very thin aor part pass neut nom/voc/acc pl καταλεπτύνω make very thin aor part pass masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταλεπτυνθεῖσι — καταλεπτύνω make very thin aor part pass masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταλεπτυνθῆναι — καταλεπτύνω make very thin aor inf pass …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταλεπτυνθέν — καταλεπτύνω make very thin aor part pass neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταλεπτυνθέντας — καταλεπτύνω make very thin aor part pass masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταλεπτυνθέντων — καταλεπτύνω make very thin aor part pass masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταλεπτύνει — καταλεπτύ̱νει , καταλεπτύνω make very thin aor subj act 3rd sg (epic) καταλεπτύ̱νει , καταλεπτύνω make very thin pres ind mp 2nd sg καταλεπτύ̱νει , καταλεπτύνω make very thin pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταλεπτύνουσι — καταλεπτύ̱νουσι , καταλεπτύνω make very thin aor subj act 3rd pl (epic) καταλεπτύ̱νουσι , καταλεπτύνω make very thin pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) καταλεπτύ̱νουσι , καταλεπτύνω make very thin pres ind act 3rd pl (attic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταλεπτυνομένων — καταλεπτῡνομένων , καταλεπτύνω make very thin pres part mp fem gen pl καταλεπτῡνομένων , καταλεπτύνω make very thin pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταλεπτυνόμενον — καταλεπτῡνόμενον , καταλεπτύνω make very thin pres part mp masc acc sg καταλεπτῡνόμενον , καταλεπτύνω make very thin pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»